λεμονέλαιο

λεμονέλαιο
το
αιθέριο έλαιο που εξάγεται κατά την εν ψυχρώ συμπίεση τού φλοιού νωπών λεμονιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεμονιά — Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Citrus limon, της οικογένειας των ρουτιδών, της φυλής των κιτρίων. Πρόκειται για ένα μικρό, ύψους 3 έως 6 μ., δικοτυλήδονο, αειθαλές δέντρο, γνωστό για τους ωοειδείς κίτρινους καρπούς του, τα λεμόνια. Έχει κορμό… …   Dictionary of Greek

  • αιθέριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αιθέρα: Πετούσε σε αιθέρια ύψη. 2. αυτός που μοιάζει με τον αιθέρα, λεπτός, αγγελικός, άυλος: Η κοπέλα αυτή ήταν μια αιθέρια ύπαρξη. 3. «αιθέρια έλαια» λέγονται ελαιώδεις ουσίες που παίρνονται με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”